- κοινούρωση
- Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος συμπτωμάτων, τα οποία εξαρτώνται από τη θέση στην οποία έχει εγκατασταθεί η νύμφη του παρασίτου. Γενικά, πρόκειται για ασθένεια που δεν προκαλεί τον θάνατο στον άνθρωπο. Χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η ζάλη και ο ίλιγγος. Συνήθως προσβάλλονται τα πρόβατα και τα βόδια και σπανιότερα άλλα χορτοφάγα ζώα, όπως άλογα, καμήλες, αντιλόπες και κουνέλια. Κατά τον κύκλο ζωής του, το παράσιτο διέρχεται από το λεπτό έντερο του σκύλου, αφού το ζώο τραφεί με μολυσμένους ιστούς· όταν τα αβγά του παρασίτου αποβληθούν στον αέρα, πεθαίνουν αν πέσουν σε στεγνό έδαφος, επιζούν όμως αν πέσουν σε υγρό έδαφος. Έτσι, αν ένα ζώο βοσκήσει σε χορτάρι που υπάρχουν αβγά κοινούρου, μαζί με την τροφή εισέρχονται στον πεπτικό σωλήνα του αβγά ή και έμβρυα του παρασίτου, τα οποία με τη δράση των πεπτικών υγρών διαπερνούν το εντερικό τοίχωμα και μεταφέρονται με την κυκλοφορία του αίματος σε διάφορα σημεία του οργανισμού, κυρίως όμως στον εγκέφαλο και σπανιότερα στον νωτιαίο μυελό, όπου δημιουργούν κύστες. Η πάθηση αναπτύσσεται ευκολότερα στα νεαρά ζώα. Κατά την περίοδο της ανάπτυξης του παρασίτου στον οργανισμό, παρατηρείται ανορεξία, υπνηλία και αδιαφορία, αντίθετα με τη ζωηρότητα που διακρίνει συνήθως τα νεαρά ζώα. Έτσι, προοδευτικά, τα ζώα αδυνατίζουν και παραμένουν επί ώρες ακίνητα σαν αποχαυνωμένα, με το κεφάλι προς τα κάτω. Πολλές φορές μάλιστα παρατηρούνται και διαταραχές της όρασης. Σε προχωρημένο στάδιο προσβολής από την πάθηση, τα ζώα παθαίνουν κρίσεις με επιληπτικούς σπασμούς και, μετά την κρίση, επανέρχονται στην κατάσταση της αποχαύνωσης. Τελικά τα ζώα πεθαίνουν από μαρασμό ή αδυναμία.
* * *η(κτην.) παρασιτική προσβολή που οφείλεται στην παρουσία τών κοινούρων στον οργανισμό τών ζώων, κύριο σύμπτωμα τής οποίας είναι η πρόκληση διαταραχών στο κεντρικό νευρικό σύστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenurosis < coenur- (πρβλ. κοίνουρος) + -osis (πρβλ. -ω-σις, παραγωγική κατάλ. μεταρρηματ. ουσ. από ρ. σε -όω / -ῶ, όπως είναι τα δήλ-ω-σις, δούλ-ω-σις)].
Dictionary of Greek. 2013.